ἀριθμητήριον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ἀριθμητήριον < ἀριθμητήρ (αριθμητήρας) < (ελληνιστική κοινή) ἀριθμητής

Ουσιαστικό

ἀριθμητήριον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.