ἀραχιδέλαιον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀραχιδέλαιον τὰ ἀραχιδέλαια
      γενική τοῦ ἀραχιδελαίου τῶν ἀραχιδελαίων
      δοτική τῷ ἀραχιδελαί τοῖς ἀραχιδελαίοις
    αιτιατική τὸ ἀραχιδέλαιον τὰ ἀραχιδέλαια
     κλητική ! ἀραχιδέλαιον ἀραχιδέλαια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀραχιδέλαιον < ἀραχίδ(ος) + -έλαιον

Ουσιαστικό

ἀραχιδέλαιον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.