ἀρίδηλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀρίδηλος | τὸ | ἀρίδηλον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀριδήλου | τοῦ | ἀριδήλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀριδήλῳ | τῷ | ἀριδήλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀρίδηλον | τὸ | ἀρίδηλον | ||
| κλητική ὦ! | ἀρίδηλε | ἀρίδηλον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀρίδηλοι | τὰ | ἀρίδηλᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀριδήλων | τῶν | ἀριδήλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀριδήλοις | τοῖς | ἀριδήλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀριδήλους | τὰ | ἀρίδηλᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀρίδηλοι | ἀρίδηλᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀριδήλω | τὼ | ἀριδήλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀριδήλοιν | τοῖν | ἀριδήλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀρίδηλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἀρίδηλος, -ος, -ον, συγκριτικός :ἀριδηλότερος
- φανερός, ορατός από παντού ή από μακριά
- προφανής, καταφανής, ολοφάνερος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 65.2
- τάδε γὰρ ἀρίδηλα, ἐρήμου ἐούσης τῆς Ἀττικῆς, ὅτι θεῖον τὸ φθεγγόμενον, ἀπ᾽ Ἐλευσῖνος ἰὸν ἐς τιμωρίην Ἀθηναίοισί τε καὶ τοῖσι συμμάχοισι.
- Γιατί τα σημάδια το λένε φως φανάρι· δηλαδή, η φωνή αυτή που ακούεται την ώρα που στην Αττική δεν υπάρχει ψυχή, είναι ολοφάνερα θεόσταλτη κι έρχεται από την Ελευσίνα, για να βοηθήσει τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τάδε γὰρ ἀρίδηλα, ἐρήμου ἐούσης τῆς Ἀττικῆς, ὅτι θεῖον τὸ φθεγγόμενον, ἀπ᾽ Ἐλευσῖνος ἰὸν ἐς τιμωρίην Ἀθηναίοισί τε καὶ τοῖσι συμμάχοισι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 65.2
- διακεκριμένος, διάσημος
- ※ 3oς αιώνας πκε ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.727, @scaife.perseus
- πᾶσα γὰρ Ἠελίου γενεὴ ἀρίδηλος ἰδέσθαι
- ※ 3oς αιώνας πκε ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.727, @scaife.perseus
- δωρικός τύπος : ἀρίδαλος
Συγγενικά
- Ἀρίδηλος
- ἀριδήλως (επίρρημα)
Πηγές
- ἀρίδηλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρίδηλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.