ἀπόσαξις
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀπόσαξις | αἱ | ἀποσάξεις | ||||
| γενική | τῆς | ἀποσάξεως | τῶν | ἀποσάξεων | ||||
| δοτική | τῇ | ἀποσάξει | ταῖς | ἀποσάξεσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἀπόσαξιν | τὰς | ἀποσάξεις | ||||
| κλητική ὦ! | ἀπόσαξι | ἀποσάξεις | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀπόσαξις < (ελληνιστική κοινή) ἀποσάττω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.