ἀπάτωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ἀπᾰτορ-
ονομαστική / ἀπάτωρ τὸ ἀπάτορ
      γενική τοῦ/τῆς ἀπάτορος τοῦ ἀπάτορος
      δοτική τῷ/τῇ ἀπάτορ τῷ ἀπάτορ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀπάτορ τὸ ἀπάτορ
     κλητική ! ἀπάτορ ἀπάτορ
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀπάτορες τὰ ἀπάτορ
      γενική τῶν ἀπατόρων τῶν ἀπατόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀπάτορσῐ(ν) τοῖς ἀπάτορσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀπάτορᾰς τὰ ἀπάτορ
     κλητική ! ἀπάτορες ἀπάτορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπάτορε τὼ ἀπάτορε
      γεν-δοτ τοῖν ἀπατόροιν τοῖν ἀπατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἀπάτωρ' όπως «ἀπάτωρ» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀπάτωρ < ἀ- στερητικό + πατήρ

Επίθετο

ἀπάτωρ, -ωρ, -ορ ή διγενές: αρσενικό ή θηλυκό

  1. χωρίς πατέρα
     δείτε παράθεμα στο σπόριος
  2. ορφανός από πατέρα
  3. αποκηρυγμένος από τον πατέρα του
  4. αγνώστου πατρός

Σημειώσεις

  • Το ουδέτερο εμφανίζεται μόνο στον πληθυντικό (ἀπάτορα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.