ἀντιπράσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ρήμα
ἀντιπράσσω
- ενεργώ εναντίον κάποιου, εναντιώνομαι, αντιστέκομαι
- αττικός τύπος : ἀντιτπράττω
Πηγές
- ἀντιπράσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀντιπράσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.