ἀντεμόνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀντεμόνιον τὰ ἀντεμόνι
      γενική τοῦ ἀντεμονίου τῶν ἀντεμονίων
      δοτική τῷ ἀντεμονί τοῖς ἀντεμονίοις
    αιτιατική τὸ ἀντεμόνιον τὰ ἀντεμόνι
     κλητική ! ἀντεμόνιον ἀντεμόνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀντεμονίω
γεν-δοτ τοῖν  ἀντεμονίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀντεμόνιον < μεσαιωνική λατινική antimonium < αραβική إثمد (ʾiṯmid) < αρχαία ελληνική στίμμι (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

ἀντεμόνιον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.