ἀναπόγραφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀναπόγραφος τὸ ἀναπόγραφον οἱ, αἱ ἀναπόγραφοι τὰ ἀναπόγραφα
Γενική τοῦ, τῆς ἀναπογράφου τοῦ ἀναπογράφου τῶν ἀναπογράφων τῶν ἀναπογράφων
Δοτική τῷ, τῇ ἀναπογράφῳ τῷ ἀναπογράφῳ τοῖς, ταῖς ἀναπογράφοις τοῖς ἀναπογράφοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀναπόγραφον τὸ ἀναπόγραφον τοὺς, τὰς ἀναπογράφους τὰ ἀναπόγραφα
Κλητική ἀναπόγραφε ἀναπόγραφον ἀναπόγραφοι ἀναπόγραφα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀναπογράφω
Γενική-Δοτική ἀναπογράφοιν

Ετυμολογία

ἀναπόγραφος < ἀν- + ἀπογράφω + -ος

Επίθετο

ἀναπόγραφος, -ος, -ον

  • που δεν έχει εγγραφεί στα τελωνειακά βιβλία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.