ἀναμφίβολος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀναμφίβολος τὸ ἀναμφίβολον οἱ, αἱ ἀναμφίβολοι τὰ ἀναμφίβολα
Γενική τοῦ, τῆς ἀναμφιβόλου τοῦ ἀναμφιβόλου τῶν ἀναμφιβόλων τῶν ἀναμφιβόλων
Δοτική τῷ, τῇ ἀναμφιβόλῳ τῷ ἀναμφιβόλῳ τοῖς, ταῖς ἀναμφιβόλοις τοῖς ἀναμφιβόλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀναμφίβολον τὸ ἀναμφίβολον τοὺς, τὰς ἀναμφιβόλους τὰ ἀναμφίβολα
Κλητική ἀναμφίβολε ἀναμφίβολον ἀναμφίβολοι ἀναμφίβολα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀναμφιβόλω
Γενική-Δοτική ἀναμφιβόλοιν

Ετυμολογία

ἀναμφίβολος < ἀν- στερητικό + ἀμφίβολος

Επίθετο

ἀναμφίβολος, -ος, -ον

Συνώνυμα

Αντώνυμα

  • ἀμφίβολος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.