ἀναισθητέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀναισθητέω < ἀναίσθητος

Ρήμα

ἀναισθητέω και ἀναισθητεύω και ἀναισθηταίνω, - ἀναισθητῶ (συνηρημένο)

  1. δεν έχω συναίσθηση, είμαι ημιλυπόθυμος, δεν έχω τις κανονικές αισθήσεις μου
    συμφορῶν ἀναιαθητέω / ἀναιαθητέω ταλαιπωρίας
  2. δεν έχω αίσθηση, δεν αντιλαμβάνομαι κάτι με κάποια αίσθησή μου
  3. δεν έχω συναίσθηση, δεν εκτιμώ κάτι σωστά

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.