ἀναβλητικῶς

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀναβλητικῶς < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

ἀναβλητικῶς

  • συνώνυμο του ἀναβολάδην, αναβλητικά, αναβλητικώς
      12ος αιώνας Ευστάθιος θεσσαλονίκης, Commentarii ad Homeri Iliadem iv , @catholiclibrary.org
    Τὸ μὲν «ἀμβλήδην» ἀντὶ τοῦ ἀναβλητικῶς, ἤτοι προοιμιακῶς. προοιμιάζεται γὰρ ἡ γυνή, ὡς προείρηται, ὥστε γίνεσθαι τὴν λέξιν ἀπὸ τοῦ ἀναβάλλεσθαι, ὅ ἐστι προοιμιάζεσθαι, ὡς τὸ «ὃ δ' ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν». ἢ καὶ ἄλλως ἀμβλήδην τὸ ἀναβλητικῶς, ὁρμητικῶς, ἀθρόως. καὶ συγκέκοπται ἀπὸ τοῦ ἀμβολάδην, ὅπερ πρὸ μικροῦ ἐρρέθη ἐπὶ ἀναζέοντος λέβητος.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.