ἀναίτιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἀναίτιος < ἀν- + αἴτιος  δείτε τη λέξη αἰτία

Επίθετο

ἀναίτιος, -ος, -ον και -ος, -α, -ον

  1. που δεν φταίειμ, δεν είναι αίτιος
  2. αναίτιος, χωρίς αιτία

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.