ἀμφιδήριτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀμφιδήριτος | τὸ | ἀμφιδήριτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀμφιδηρίτου | τοῦ | ἀμφιδηρίτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀμφιδηρίτῳ | τῷ | ἀμφιδηρίτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀμφιδήριτον | τὸ | ἀμφιδήριτον | ||
| κλητική ὦ! | ἀμφιδήριτε | ἀμφιδήριτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀμφιδήριτοι | τὰ | ἀμφιδήριτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀμφιδηρίτων | τῶν | ἀμφιδηρίτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀμφιδηρίτοις | τοῖς | ἀμφιδηρίτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀμφιδηρίτους | τὰ | ἀμφιδήριτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀμφιδήριτοι | ἀμφιδήριτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμφιδηρίτω | τὼ | ἀμφιδηρίτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμφιδηρίτοιν | τοῖν | ἀμφιδηρίτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀμφιδήριτος, -ος, -ον
- αμφίβολος, διαφιλονικούμενος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 134.1
- καὶ νίκη ἀμφιδήριτος ἐγένετο·
- η έκβαση, όμως, της μάχης ήταν αμφίβολη,
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ νίκη ἀμφιδήριτος ἐγένετο·
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 4.33.8 @scaife.perseus
- τῆς περὶ Μαντίνειαν μάχης τῶν Ἑλλήνων ἀμφιδήριτον ἐχούσης τὴν νίκην διὰ τὸν Ἐπαμινώνδου θάνατον, ἐκώλυον Λακεδαιμόνιοι μετέχειν τῶν σπονδῶν Μεσσηνίους,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 134.1
Πηγές
- ἀμφιδήριτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφιδήριτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.