ἀμνοφαγία

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. ίσως μεσαιωνικό ή ελληνιστικό αντί για αρχαίο; FocalPoint (συζήτηση) 23:08, 20 Νοεμβρίου 2021 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἀμνοφαγία < ἀμν(ός) + -ο- + -φαγία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἀμνοφαγία θηλυκό

  • αμνοφαγία, η βρώση αμνών
      Ἰουδαΐζουσι μέν ἐν πολλοῖς τῶν ἀνιστορηθέντων αἰτιαμάτων ἐν τοῖς ἀζύμοις, ἐν τῆ ἀμνοφαγία, ἐν τῶ ξυράσθαι τούς ἀρχιερείς ὂλον τό σώμα (Ecclesiae Graecae monumenta. Tomus tertius, σελ. 506 )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.