ἀκροβατέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀκροβατέω < ἀκρο- + βατέω

Ρήμα

ἀκροβατέω - ἀκροβατῶ (συνηρημένο)

  1. (για στρουθοκάμηλους και υπερόπτες ανθρώπους) περπατάω στις μύτες των ποδιών, περπατάω καμαρωτά
  2. σκαρφαλώνω ψηλά

Παράγωγα

  • ἀκροβάτης
  • ἀκροβατικός
  • ἀκρόβατος

ακροβατώ, ακροβάτης, ακροβασία

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.