ἀκέστωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἀκέστωρ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἀκέστωρ

  • θεραπευτής, σωτήρας
      ὦ Φοῖβ᾽ ἀκέστορ, πημάτων δοίης λύσιν. (Ευριπίδης, Ἀνδρομάχη, στ.900)
    Ω Φοίβε παραστάτη, βόηθα την. (Μετάφραση: Γιώργος Γεραλής @greek-language.gr)
      τοῖς δ' ὑπὸ νούσου τειρομένοις ἐπάγουσιν ἀκέστορες Γρηγόριος Ναζιανζηνός Gr.Naz.M.37.1486,

Σημειώσεις

Χρήση σε νεότερα κείμενα:

  •   :: Ακέστορες διαφόρων ειδικοτήτων, πανεπιστημιακοί, νοσοκομειακοί και ιδιώτες γιατροί, είχαν ορίσει τρεις βάρδιες των οκτώ ωρών και ξαγρυπνούσαν στο προσκεφάλι του, ανακουφίζοντας τα συμπτώματα της ασθενείας του.(Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.64 )

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.