ἀεροβατέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀεροβατέω-ἀεροβατῶ
- βαδίζω στον αέρα, φλυαρώ, λέω αερολογίες, λεπτολογώ με την αρνητική έννοια
- ※ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, 221-225.
ὦ Σώκρατες, ὦ Σωκρατίδιον.
τί με καλεῖς ὦφήμερε;
πρῶτον μὲν ὅ τι δρᾷς ἀντιβολῶ κάτειπέ μοι.
ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον.
- ※ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, 221-225.
Κλίση
- → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.