ἀεικίνητος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀεικίνητος < ἀεί + κινῶ + -τος

Επίθετο

ἀεικίνητος, -ος, -ον

  • που βρίσκεται σε αέναη κίνηση
Ψυχὴ πᾶσα ἀθάνατος. Τὸ γὰρ ἀεικίνητον ἀθάνατον (Πλάτων, Φαῖδρος, 245c)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.