ἀβούλευτος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀβούλευτος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβούλευτος

Επίθετο

ἀβούλευτος, -η, -ο



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀβούλευτος τὸ ἀβούλευτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀβουλεύτου τοῦ ἀβουλεύτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀβουλεύτ τῷ ἀβουλεύτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀβούλευτον τὸ ἀβούλευτον
     κλητική ! ἀβούλευτε ἀβούλευτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀβούλευτοι τὰ ἀβούλευτ
      γενική τῶν ἀβουλεύτων τῶν ἀβουλεύτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀβουλεύτοις τοῖς ἀβουλεύτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀβουλεύτους τὰ ἀβούλευτ
     κλητική ! ἀβούλευτοι ἀβούλευτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀβουλεύτω τὼ ἀβουλεύτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀβουλεύτοιν τοῖν ἀβουλεύτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀβούλευτος < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική βουλεύομαι, παθητική φωνή του ρήματος βουλεύω < βουλή < βούλομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷel-

Επίθετο

ἀβούλευτος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.