ἀβλεπτέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀβλεπτέω < παρασύνθετο του ἀβλεπτος

Ρήμα

ἀβλεπτέω και σε συναίρεση ἀβλεπτῶ
  1. δεν βλέπω, παραμελώ
  2. σφάλλομαι

Συνώνυμα

  • τυφλόω τυφλῶ

Συγγενικά

Παράγωγα

Σημειώσεις

Το ρήμα ἀβλεπτέω -ῶ παρουσιάζεται ελλιπές, απαντάται μόνο στον ενεστώτα (Ξενοφών "Απολογία Σωκράτους" Α' 2, 3)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.