ἀβλεπτέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀβλεπτέω < παρασύνθετο του ἀβλεπτος
Συνώνυμα
- τυφλόω τυφλῶ
Συγγενικά
Παράγωγα
Σημειώσεις
Το ρήμα ἀβλεπτέω -ῶ παρουσιάζεται ελλιπές, απαντάται μόνο στον ενεστώτα (Ξενοφών "Απολογία Σωκράτους" Α' 2, 3)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.