ἀβακέω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἀβακέω
<
ἀβακής
+
-έω
Ρήμα
ἀβακέω
σιωπώ
,
δεν
συμμετέχω
σε
συζήτηση
(
λόγω
έκπληξης
,
θαυμασμού
κ.λπ.
)
ἀβακῶ
Συνώνυμα
ἀφωνῶ
Συγγενικά
ἀβακίζομαι
ἀβάκημα
ἐπαβακῶ
συναβακῶ
Σημειώσεις
Το ρήμα
ἀβακέω -ῶ
παρουσιάζεται ελλιπές, απαντάται μόνο στον
αόριστο
(
Οδύσσεια
Δ 249)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.