Կոշկակարյան

Αρμενικά (hy)

Ετυμολογία

Կոշկակարյան < επάγγελμα կոշկակար (koškakar, υποδηματοποιός, τσαγκάρης) [< կոշիկ (παπούτσι, košik)] + -յան (-yan)

Προφορά

ΔΦΑ : /kɔʃkɑkɑɾˈjɑn/
ΔΦΑ : /ɡɔʃkɑɡɑɾˈjɑn/ (δυτική αρμενική)

Κύριο όνομα

Կոշկակարյան (hy) (Koškakaryan) αρσενικό ή θηλυκό

  • Կօշկակարեան (Kōškakarean) (ιστορική ορθογραφία)

Συγγενικά

Απόγονοι

Կոշկակարյան (αρμενικά)

αγγλικά: Koshkakaryan, Koshkakarian, Goshkagarian
ρωσικά: Кошкакарян (Koškakarján)

Μεταγραφές

  • ελληνικοί χαρακτήρες:  Κοσκακαριάν, Γκοσκαγκαριάν
  • γεωργιανοί χαρακτήρες: კოშკაკარიანი (ḳošḳaḳariani)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.