череп

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

череп (bg) αρσενικό

  1. το κρανίο



Ρωσικά (ru)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

череп (ru) αρσενικό

  1. το κρανίο



Σλαβομακεδονικά (mk)

Ουσιαστικό

череп (mk) αρσενικό

  1. το κρανίο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.