телескоп

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

телескоп (bg) αρσενικό

  1. το τηλεσκόπιο



Ουκρανικά (uk)

Ουσιαστικό

телескоп (uk) αρσενικό

  1. το τηλεσκόπιο



Ρωσικά (ru)

Ουσιαστικό

телескоп (ru) αρσενικό

  1. το τηλεσκόπιο



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

телескоп (sr) (λατινική γραφή: teleskop) αρσενικό

  1. το τηλεσκόπιο



Σλαβομακεδονικά (mk)

Ουσιαστικό

телескоп (mk) αρσενικό

  1. το τηλεσκόπιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.