сорок
Ρωσικά (ru)
Ετυμολογία
- сорок < αρχαία ανατολική σλαβική γλώσσα сорокъ (s o r ok ŭ) (μια δέσμη από 40 δέρματα, σαράντα). Παλιά εθεωρείτο δάνειο από τη μεσαιωνική ελληνική σαράκοντα, αλλά η ετυμολογία αυτή είναι προβληματική για φωνητικούς και σημασιολογικούς λόγους λόγους.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsorək/
- ⓘ
Παράγωγα
- сорокалетний
- 10 десять
- 20 двадцать
- 30 тридцать
- 50 пятьдесят
- 60 шестьдесят
- 70 семьдесят
- 80 восемьдесят
- 90 девяносто
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.