сестра
Βουλγαρικά (bg)
Ουσιαστικό
сестра (bg) θηλυκό
- η αδελφή
- που έχει γεννηθεί από τον ίδιο γονέα με κάποιο άλλο άτομο
- η μοναχή
- η νοσοκόμα, η νοσηλεύτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.