недеља
Σερβικά (sr)
Ετυμολογία
- недеља < не + дела. Κυριολεκτικά: χωρίς εργασίες, χωρίς ενασχολήσεις· κατ’ επέκταση, η ημέρα της σχόλης, που δεν εργάζονται οι άνθρωποι
- недјеља (γιεκαβιανή προφορά της σερβοκροατικής)
- nedjelja (κροατικά)
- недеља недеља στη σερβική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.