метеорит

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

метеорит (bg) αρσενικό

  1. ο μετεωρίτης



Ουκρανικά (uk)

Ουσιαστικό

метеорит (uk) αρσενικό

  1. ο μετεωρίτης



Ρωσικά (ru)

Ουσιαστικό

метеорит (ru) αρσενικό

  1. ο μετεωρίτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.