водород

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

водород (bg) αρσενικό

  1. (χημεία) το υδρογόνο



Ρωσικά (ru)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

водород (ru) αρσενικό

  1. (χημεία) το υδρογόνο



Σλαβομακεδονικά (mk)

Ουσιαστικό

водород (mk) αρσενικό

  1. (χημεία) το υδρογόνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.