водка
Βουλγαρικά
(bg)
Ουσιαστικό
водка
(bg)
θηλυκό
(
ποτό
)
η
βότκα
Ουκρανικά
(uk)
Ουσιαστικό
водка
(uk)
θηλυκό
(
ποτό
)
η
βότκα
Ρωσικά
(ru)
Ετυμολογία
водка
<
вод(а)
+
-ка
,
κυριολεκτικά
:
νεράκι
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
водка
(ru)
θηλυκό
(
ποτό
)
η
βότκα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.