арсен
Βουλγαρικά
(bg)
Ουσιαστικό
арсен
(bg)
αρσενικό
(
χημεία
)
το
αρσενικό
Σλαβομακεδονικά
(mk)
Ουσιαστικό
арсен
(mk)
αρσενικό
(
χημεία
)
το
αρσενικό
Ουκρανικά
(uk)
Ουσιαστικό
арсен
(uk)
αρσενικό
(
χημεία
)
το
αρσενικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.