арсен

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

арсен (bg) αρσενικό

  1. (χημεία) το αρσενικό



Σλαβομακεδονικά (mk)

Ουσιαστικό

арсен (mk) αρσενικό

  1. (χημεία) το αρσενικό



Ουκρανικά (uk)

Ουσιαστικό

арсен (uk) αρσενικό

  1. (χημεία) το αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.