Тор

Βουλγαρικά (bg)

Κύριο όνομα

Тор (bg) αρσενικό

  • (σκανδιναβική μυθολογία) Θορ



Βρετονικά (br)

Κύριο όνομα

Тор (br) αρσενικό

  • (σκανδιναβική μυθολογία) Θορ



Λευκορωσικά (be)

Κύριο όνομα

Тор (be) αρσενικό

  • (σκανδιναβική μυθολογία) Θορ



Οσσετικά (os)

Κύριο όνομα

Тор αρσενικό

  • (σκανδιναβική μυθολογία) Θορ



Ουκρανικά (uk)

Κύριο όνομα

Тор (uk) αρσενικό

  • (σκανδιναβική μυθολογία) Θορ



Ρωσικά (ru)

Κύριο όνομα

Тор (ru) αρσενικό

  • (σκανδιναβική μυθολογία) Θορ



Σερβικά (sr)

Κύριο όνομα

Тор (sr) αρσενικό

  • (σκανδιναβική μυθολογία) Θορ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.