όλισβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | όλισβος | οι | όλισβοι |
| γενική | του | ολίσβου | των | ολίσβων |
| αιτιατική | τον | όλισβο | τους | ολίσβους |
| κλητική | όλισβε | όλισβοι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όλισβος < → δείτε τη λέξη ὄλισβος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.li.zvos/
Ουσιαστικό
όλισβος αρσενικό
- μονοτονική γραφή του ὄλισβος, αρχαίας ελληνικής λέξης (δερμάτινο ομοίωμα πέους ως ερωτικό βοήθημα)
Μεταφράσεις
όλισβος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.