ωριαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου
ωριαίο
- ωριαίος, στην αιτιατική του ενικού
ωριαίο, ουδέτερο του ωριαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.