ωμιαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

ωμιαίο

  1. ωμιαίος, στην αιτιατική του ενικού

ωμιαίο, ουδέτερο του ωμιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.