ωμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ωμ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Ohm, το επώνυμο του Γερμανού φυσικού Γκέοργκ Ωμ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈom/
Ουσιαστικό
ωμ ουδέτερο άκλιτο
- Η μονάδα μέτρησης της αντίστασης του ηλεκτρικού αγωγού. Ισούται με τον λόγο της τάσης προς την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ωμ
|
Αναφορές
- ωμ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.