ωκεανοπλοϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ωκεανοπλοϊκός | η | ωκεανοπλοϊκή | το | ωκεανοπλοϊκό |
| γενική | του | ωκεανοπλοϊκού | της | ωκεανοπλοϊκής | του | ωκεανοπλοϊκού |
| αιτιατική | τον | ωκεανοπλοϊκό | την | ωκεανοπλοϊκή | το | ωκεανοπλοϊκό |
| κλητική | ωκεανοπλοϊκέ | ωκεανοπλοϊκή | ωκεανοπλοϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ωκεανοπλοϊκοί | οι | ωκεανοπλοϊκές | τα | ωκεανοπλοϊκά |
| γενική | των | ωκεανοπλοϊκών | των | ωκεανοπλοϊκών | των | ωκεανοπλοϊκών |
| αιτιατική | τους | ωκεανοπλοϊκούς | τις | ωκεανοπλοϊκές | τα | ωκεανοπλοϊκά |
| κλητική | ωκεανοπλοϊκοί | ωκεανοπλοϊκές | ωκεανοπλοϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ωκεανοπλοϊκός < ωκεανοπλοΐα + -ικός
Μεταφράσεις
ωκεανοπλοϊκός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.