ωκεανοπλοΐα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ωκεανοπλοΐα | οι | ωκεανοπλοΐες |
| γενική | της | ωκεανοπλοΐας | των | ωκεανοπλοϊών |
| αιτιατική | την | ωκεανοπλοΐα | τις | ωκεανοπλοΐες |
| κλητική | ωκεανοπλοΐα | ωκεανοπλοΐες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ωκεανοπλοΐα θηλυκό
- (ναυτικός όρος): η ναυσιπλοΐα σε ωκεανό ή ανοικτή θάλασσα πολύ μακριά από τις ακτές
- γενικά η ναυτική τέχνη θαλασσοπλοΐας με τη βοήθεια αστρονομικών παρατηρήσεων
- η δια πλοίων εξυπηρέτηση διηπειρωτικής συγκοινωνίας
- (νομικός όρος): ελεύθερη ναυσιπλοΐα χωρίς αποκλειστικό δικαίωμα ή περιορισμό, εφόσον δεν διαπράττεται διεθνές έγκλημα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ωκεανοπλοΐα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.