ψύδραξ
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ψύδραξ
<
ψυδρός
Ουσιαστικό
ψύδραξ
-ακος
λευκή
φλύκταινα
,
φουσκάλα
στη
γλώσσα
-που υποτίθεται ότι έβγαινε στη γλώσσα όσων έλεγαν
ψέματα
Συγγενικά
ψευδής
ψυδνός
ψυδρός
ψεύστης
ψυθής
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.