ψυχρόφιλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχρόφιλος η ψυχρόφιλη το ψυχρόφιλο
      γενική του ψυχρόφιλου της ψυχρόφιλης του ψυχρόφιλου
    αιτιατική τον ψυχρόφιλο την ψυχρόφιλη το ψυχρόφιλο
     κλητική ψυχρόφιλε ψυχρόφιλη ψυχρόφιλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχρόφιλοι οι ψυχρόφιλες τα ψυχρόφιλα
      γενική των ψυχρόφιλων των ψυχρόφιλων των ψυχρόφιλων
    αιτιατική τους ψυχρόφιλους τις ψυχρόφιλες τα ψυχρόφιλα
     κλητική ψυχρόφιλοι ψυχρόφιλες ψυχρόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψυχρόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: διεθνής ορολογία psychro- + -phile < αρχαία ελληνική ψυχρός + φίλος[1]

Επίθετο

ψυχρόφιλος, -η, -ο

Ουσιαστικό

ψυχρόφιλος αρσενικό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.