ψυχρόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψυχρόφιλος | η | ψυχρόφιλη | το | ψυχρόφιλο |
| γενική | του | ψυχρόφιλου | της | ψυχρόφιλης | του | ψυχρόφιλου |
| αιτιατική | τον | ψυχρόφιλο | την | ψυχρόφιλη | το | ψυχρόφιλο |
| κλητική | ψυχρόφιλε | ψυχρόφιλη | ψυχρόφιλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψυχρόφιλοι | οι | ψυχρόφιλες | τα | ψυχρόφιλα |
| γενική | των | ψυχρόφιλων | των | ψυχρόφιλων | των | ψυχρόφιλων |
| αιτιατική | τους | ψυχρόφιλους | τις | ψυχρόφιλες | τα | ψυχρόφιλα |
| κλητική | ψυχρόφιλοι | ψυχρόφιλες | ψυχρόφιλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψυχρόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: διεθνής ορολογία psychro- + -phile < αρχαία ελληνική ψυχρός + φίλος[1]
Επίθετο
ψυχρόφιλος, -η, -ο
- (βιολογία) που προτιμά τα ψυχρά κλίματα και που αναπτύσσεται καλύτερα σε ψυχρό περιβάλλον
Ουσιαστικό
ψυχρόφιλος αρσενικό
- (βιολογία) οργανισμός που προτιμά τα ψυχρά κλίματα και που αναπτύσσεται καλύτερα σε ψυχρό περιβάλλον
Αντώνυμα
Αναφορές
- ψυχρόφιλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.