ψυχοφαρμακολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχοφαρμακολογία οι ψυχοφαρμακολογίες
      γενική της ψυχοφαρμακολογίας των ψυχοφαρμακολογιών
    αιτιατική την ψυχοφαρμακολογία τις ψυχοφαρμακολογίες
     κλητική ψυχοφαρμακολογία ψυχοφαρμακολογίες
Συνήωθς στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχοφαρμακολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychopharmacology[1] < αρχαία ελληνική ψυχή (ψυχο-) + φάρμακον (φαρμακο-) + -λογία

Ουσιαστικό

ψυχοφαρμακολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.