ψυχογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψυχογραφία | οι | ψυχογραφίες |
| γενική | της | ψυχογραφίας | των | ψυχογραφιών |
| αιτιατική | την | ψυχογραφία | τις | ψυχογραφίες |
| κλητική | ψυχογραφία | ψυχογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.xo.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
ψυχογραφία θηλυκό
- συνώνυμο του ψυχογράφημα
- (ψυχολογία) κλάδος της ψυχολογίας που μελετά τα ψυχικά χαρακτηριστικά του ατόμου
Συγγενικά
- ψυχόγραμμα
- ψυχογράφημα
- ψυχογραφικά (επίρρημα)
- ψυχογραφικός
- ψυχογράφος
- ψυχογραφώ
Αναφορές
- σελ. 1139, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ψυχογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.