ψυχογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ψυχογράφος | οι | ψυχογράφοι |
| γενική | του/της | ψυχογράφου | των | ψυχογράφων |
| αιτιατική | τον/την | ψυχογράφο | τους/τις | ψυχογράφους |
| κλητική | ψυχογράφε | ψυχογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψυχογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychographe < psycho- < αρχαία ελληνική ψυχή + -graphe (γράφω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ψυχο- + -γράφος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.xoˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
ψυχογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- λογοτέχνης που ψυχογραφεί [2]
- ψυχολόγος που ασχολείται με την ψυχογραφία [1]
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ψυχογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.