ψυχεδελισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυχεδελισμός οι ψυχεδελισμοί
      γενική του ψυχεδελισμού των ψυχεδελισμών
    αιτιατική τον ψυχεδελισμό τους ψυχεδελισμούς
     κλητική ψυχεδελισμέ ψυχεδελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχεδελισμός < ψυχεδέλεια + -ισμός

Ουσιαστικό

ψυχεδελισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.