ψηλαφητά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψηλαφητά < ψηλαφητός
Επίρρημα
ψηλαφητά
- ψάχνοντας κάτι με την αφή, χωρίς να μπορώ να δω τι ακριβώς ακουμπώ
- ※ Τον είδε να προχωρά ψηλαφητά, σα να μη γνώριζε κιόλας τον τόπο. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.