ψευδῶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ψευδῶς < ψευδής
Επίρρημα
ψευδῶς αρσενικό
- με ψευδή, αναληθή τρόπο, στα ψέματα
- καί μοι εὐεργεσία ὀφείλεται, γράψας τήν τε ἐκ Σαλαμῖνος προάγγελσιν τῆς ἀναχωρήσεως καὶ τὴν τῶν γεφυρῶν, ἣν ψευδῶς προσεποιήσατο, τότε δι᾽ αὑτὸν οὐ διάλυσιν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.