ψευδοτυχαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψευδοτυχαίος | η | ψευδοτυχαία | το | ψευδοτυχαίο |
| γενική | του | ψευδοτυχαίου | της | ψευδοτυχαίας | του | ψευδοτυχαίου |
| αιτιατική | τον | ψευδοτυχαίο | την | ψευδοτυχαία | το | ψευδοτυχαίο |
| κλητική | ψευδοτυχαίε | ψευδοτυχαία | ψευδοτυχαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψευδοτυχαίοι | οι | ψευδοτυχαίες | τα | ψευδοτυχαία |
| γενική | των | ψευδοτυχαίων | των | ψευδοτυχαίων | των | ψευδοτυχαίων |
| αιτιατική | τους | ψευδοτυχαίους | τις | ψευδοτυχαίες | τα | ψευδοτυχαία |
| κλητική | ψευδοτυχαίοι | ψευδοτυχαίες | ψευδοτυχαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψευδοτυχαίος (νεολογισμός) < ψευδο- + τυχαίος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pseudorandom)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pse.vðo.tiˈçe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐δο‐τυ‐χαί‐ος
Επίθετο
ψευδοτυχαίος, -α, -ο
- που δίνει την εντύπωση ότι είναι τυχαίος, στην πραγματικότητα όμως έχει δημιουργηθεί με προκαθορισμένο τρόπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.