ψευδοπρόσωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψευδοπρόσωπος | η | ψευδοπρόσωπη | το | ψευδοπρόσωπο |
| γενική | του | ψευδοπρόσωπου | της | ψευδοπρόσωπης | του | ψευδοπρόσωπου |
| αιτιατική | τον | ψευδοπρόσωπο | την | ψευδοπρόσωπη | το | ψευδοπρόσωπο |
| κλητική | ψευδοπρόσωπε | ψευδοπρόσωπη | ψευδοπρόσωπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψευδοπρόσωποι | οι | ψευδοπρόσωπες | τα | ψευδοπρόσωπα |
| γενική | των | ψευδοπρόσωπων | των | ψευδοπρόσωπων | των | ψευδοπρόσωπων |
| αιτιατική | τους | ψευδοπρόσωπους | τις | ψευδοπρόσωπες | τα | ψευδοπρόσωπα |
| κλητική | ψευδοπρόσωποι | ψευδοπρόσωπες | ψευδοπρόσωπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ψευδοπρόσωπος
- πρόσωπο που παριστάνει άλλον ή χαρακτηριστικά που δεν έχει ο/η ίδιος/α
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.