ψαλάσσω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ψαλάσσω < παράλληλος τύπος του ψάλλω

Ρήμα

ψαλάσσω (& ψαλάττω ίσως & ψαθάλλω)

  1. αγγίζω με ένταση
  2. ψαύω δυνατά κάτι σχετικά ελαστικό, ίσως και χτυπάω σαν χταπόδι (για ψάρι)
    καὶ εἴ τις αὐτοῦ ψαύσειεν, ὃ δὲ ἔτι καὶ μᾶλλον πίμπραται. καὶ εἴ τις ἐπιμείνειε ψαλάττων γίνεται πᾶς ὑπὸ σήψεως διαυγέστατος, ὡς ὑδεριῶν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.