χωριατοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- χωριατοσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χωριατοσύνη θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
χωριατοσύνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.